Συμμετοχή Δρος Μαρίας Παύλου στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ

Συμμετοχή Δρος Μαρίας Παύλου στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ

Tην Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022 η Δρ Μαρία Παύλου (Επίκουρη Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στη ΘΣΕΚ) και η Δρ Ελένη Κακλαμάνου (Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, Παν. Κρήτης) συμμετείχαν στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης που διοργανώνει το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με ανακοίνωση που έφερε τον τίτλο «O Πλάτων για τη σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος στην αντίληψη».

Περίληψη ανακοίνωσης

Στόχος της συγκεκριμένης παρουσίασης είναι να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος όσον αφορά την αντίληψη στον πλατωνικό Θεαίτητο. Ο Πλάτων σε σειρά από διαλόγους όπως ο Φαίδων (82d9–83a1), ο Φίληβος(82d9–83a1) και ο Θεαίτητος (184b7-c9) παρουσιάζει την ψυχή ως εσωτερική στο σώμα κατά την αντιληπτική διαδικασία. Η ψυχή λοιπόν, αν και υποδεικνύεται από τον Πλάτωνα ως το υποκείμενο της αντίληψης δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί από μόνη της δεν μπορεί να έρθει σε άμεση επαφή με τα αισθητά πράγματα είτε γιατί η αλληλεπίδραση/διάδραση με τον αισθητό κόσμο συμβαίνει μόνο όταν βρίσκεται σε ενσώματη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η βασική ιδέα είναι ότι το σώμα, τα αισθητήρια όργανα και οι λειτουργίες τους, παρέχουν την αναγκαία σύνδεση μεταξύ της ψυχής και του φυσικού κόσμου. Η θέση ότι η ψυχή είναι εσωτερική στο σώμα και ότι το δεύτερο χρησιμεύει ως το εργαλείο ή το μέσο διά του οποίου η ψυχή μπορεί να έχει πρόσβαση στον εξωτερικό κόσμο εκτίθεται αναλυτικά και στο απόσπασμα 184b7-c9 του Θεαίτητου. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι τα αισθητήρια όργανα είναι αυτά διαμέσου των οποίων (και όχι αυτά με τα οποία) αντιλαμβάνεται κανείς τα εξωτερικά αντικείμενα. Στην αναλογία του Δούρειου Ίππου, διατυπώνεται η άποψη ότι θα ήταν παράλογο να υιοθετούμε θέσεις που υποστηρίζουν ότι οι επιμέρους αισθήσεις, οι οποίες συνδέονται με τα επιμέρους  αισθητήρια όργανα, είναι τα υποκείμενα της αντίληψης (184d7– e6). Αντίθετα, θα ήταν εύλογο να υποθέσουμε ότι όλες οι επιμέρους αισθήσεις συγκλίνουν προς μια ενιαία μορφή διαμέσου της οποίας κάποιος δύναται να αντιλαμβάνεται τα αισθητά. Επιπρόσθετα, ο Πλάτων υποστηρίζει στο συγκεκριμένο επιχείρημα ότι ορισμένες ποιότητες, όπως το χρώμα ή το θερμό, γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, ενώ άλλες, όπως η ομοιότητα και η διαφορά, ο αριθμός και κυρίως το Ον – «τα κοινά» − συλλαμβάνονται όχι από τις αισθήσεις αλλά από τον νου. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε, αφενός, ότι το σώμα και οι επιμέρους αισθήσεις δεν είναι τα υποκείμενα αντίληψης και, αφετέρου, ότι αυτές οι αισθήσεις συγκλίνουν σε μια ενιαία μορφή που είναι υπεύθυνη για την αντίληψη. Η διατύπωση αυτή υποδηλώνει ότι ο Πλάτωνας εξετάζει τις σωματικές αισθήσεις ως δίαυλους μεταξύ του υποκειμένου της αντίληψης και των αντικειμένων του φυσικού κόσμου.